- πολύτριχο
- το / πολύτριχον ΝΑβλ. πολύτριχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυτρίχι — Πόα της οικογένειας των πολυποδιιδών. Bλ. λ. αδίαντο. * * * το, Ν [πολύτριχο] βοτ. 1. κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους πολύτριχο 2. κοινή ονομασία τής φτέρης Αsplenium trichοmanes τού γένους ασπλένιο 3. κοινή ονομασία τής φτέρης Αdiantum… … Dictionary of Greek
πολύτριχος — η, ο / πολύτριχος, ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, τριχος, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων… … Dictionary of Greek
ακρόκαρπα — (acrocarpi). Επιστημονική ονομασία γένους φυτών, που συγκαταλέγονται στα βρύα. Διαφέρουν από τα άλλα γένη κατά το ότι τα θηλυκά όργανα αναπαραγωγής τους, δηλαδή τα αρχεγόνια και το σποριογόνιο βρίσκονται στην άκρη του βασικού στελέχους. Μεταξύ… … Dictionary of Greek